- ἐκτεκνούμενος
- ἐκτεκνόωengenderpres part mp masc nom sgἐκτεκνόωengenderpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτεκνώ — ἐκτεκνῶ ( όω) (Α) 1. γεννώ, παράγω 2. μέσ. ἐκτεκνοῡμαι με την ίδια σημασία («παῑδας ἐκτεκνούμενος λάθρα» γεννώντας παιδιά κρυφά, Ευριπ.) … Dictionary of Greek